χαρίεντ'

χαρίεντ'
χαρίεντα , χαρίεις
graceful
neut nom/voc/acc pl
χαρίεντα , χαρίεις
graceful
masc acc sg
χαρίεντι , χαρίεις
graceful
masc/neut dat sg
χαρίεντε , χαρίεις
graceful
masc/neut nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επερέφω — ἐπερέφω (Α) στεγάζω («εἴ ποτέ τοι χαρίεντ ἐπὶ νηὸν ἔρεψα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερέφω «στεγάζω»] …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • χαριεντής — ὁ, Μ χαρίεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού επιθ. χαρίεις*, σχηματισμένος από το θ. τής γεν. χαριεντ ής κατά τα σιγμόληκτα επίθ. σε ης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”